- καθάπτω
- (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω)1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο2. (το μέσ.) καθάπτομαιθίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο λέγοντες», Πλάτ.)αρχ.1. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, περιβάλλω («καθῆψεν ὤμοις... ἀμφίβληστρον», Σοφ.)2. στερεώνω («τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῡρα», Αριστοτ.)2. προσκολλώμαι σε κάτι3. σφίγγω πάνω σε κάτι («καθάπτειν τῆς χειρός τινος», ΚΔ)4. μέσ. καθάπτομαια) ντύνομαι, περιβάλλομαι με κάτι («σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι», Ευρ.)β) μιλώ σε κάποιον, απευθύνομαι σε κάποιον («γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν», Ομ. Οδ.)γ) επιπλήττω κάποιον, κάνω παρατήρησηδ) (με στρατ. έννοια) επιτίθεμαιε) επικαλούμαι κάποιον («θεῶν... καταπτόμενος», Ηρόδ.)στ) αγγίζω («βρέφεος χείρεσσι καταπτόμενος», Θεόκρ.)ζ) αντιλαμβάνομαι κάτι («καθάπτεσθαι ψόφου», Ιπποκρ.)η) φρ. «καθάπτομαι ἐπέεσσι»i) μιλώ σε κάποιον με καλά ή με άσχημα λόγια («μαλακοῑσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.)ii) ονειδίζω, κατηγορώ («ἐπέεσσι καθάπτετο θοῡρον Ἄρηα», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + άπτω].
Dictionary of Greek. 2013.